-
1 ἀλιτήριος
ἀλιτήριος, ον, 1) dass., ϑεοῦ ἀλιτήριοι, Frevler gegen eine Gottheit, Ar. Eqe. 443; Thuc. 1, 126; ϑεῶν Andoc. 1, 51; vgl. Pol. 32, 21, 3; φιλάργυρος καὶ ἀλ. Eub. Ath. III, 108; Eupol. b. D. L. 9, 50 nennt den Pythagoras so. – 2) wer eine Sündenschuld auf sich geladen hat und dah. durch seine Nähe Verderben bringt, Verderben, Pest, κοινὸς ἀλιτήριος ἁπάντων τῶν μετὰ ταῦτα ἀπολωλότων Dem. 18, 159; τῆς Ἑλλάδος Din. 1, 77; Aesch. 3, 131, womit man vgl. ἀλιτήριον ἐν οἰκίᾳ τρέφειν Andoc. 1, 130. – 3) die rächende Strafgottheit, ἀλιτηρίους ἕξομεν τοὺς τῶν ἀποϑανόντων προςτροπαίους Antiph. IV α 4; vgl. 3; Poll. 5, 131 δαίμονες ἀλιτήριοι. [Obwohl der Zusammenhang mit ἀλιτεῖν deutlich, so haben die Alten doch wunderliche Ableitungen; vgl. Plut. Qu. gr. 25. Das ι in der zweiten Sylbe ist kurz; vgl. die Ausleger zu Soph. O. C. 372.]
См. также в других словарях:
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
Ατέλα — (Atella). Αρχαία πόλη της Καμπανίας στην Ιταλία. Το 313 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Στον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο τάχθηκε με το μέρος του Αννίβα, γι’ αυτό όταν την κατέλαβαν και πάλι οι Ρωμαίοι (211 π.Χ.) την κατέστρεψαν τελείως. Την εποχή… … Dictionary of Greek
φιλαυτοφιλαργυροφιλοσαρκία — ή, Μ το να είναι κανείς φίλαυτος, φιλάργυρος και φιλόσαρκος* συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλαυτος + φιλάργυρος + φιλόσαρκος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek
σπάγκος — και σπάγγος και σπάγος, ο, Ν 1. πολύ λεπτό σχοινί 2. μτφ. (ως χαρακτηρισμός προσ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spago < λατ. hispanicus «ισπανικός». Η λ. με τη σημ. «τσιγκούνης» προήλθε κατ απόσπαση τού α συνθετικού από το συνθ … Dictionary of Greek
Σάυλοκ — και Σάυλωκ και Σάιλοκ, ο, Ν 1. κύριο πρόσωπο τής κωμωδίας τού Σαίξπηρ Ο έμπορος τής Βενετίας 2. (ως προσηγορ.) σάυλοκ φιλάργυρος, τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Shylock, όνομα τού κύριου ήρωα τού έργου Ο έμπορος τής Βενετίας τού Σαίξπηρ] … Dictionary of Greek
σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] … Dictionary of Greek
τσιγγούνης — και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Ν φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»] … Dictionary of Greek
αδρόσιστος — και –ιγος, η, ο [δροσίζω] 1. αυτός που δεν δροσίζεται ή δεν δροσίστηκε, διψασμένος, ξερός 2. αυτός που δεν δροσίστηκε από την τύχη, που δεν γνώρισε ευτυχισμένες μέρες, δυστυχισμένος, ταλαιπωρημένος 3. αυτός που δεν δροσίζει άνθρωπο,… … Dictionary of Greek
σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] … Dictionary of Greek